- πρόσκλιμα
- πρόσ-κλῐμα, ατος, τό, ([etym.] προσκλίνω) in pl.,A inclinations, interests, PHerc.1041.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρόσκλιμα — ίματος, τὸ, Α [προσκλίνω] στον πληθ. τὰ προσκλίματα η κλίση, το ενδιαφέρον για κάτι … Dictionary of Greek